ετερώνυμος

ετερώνυμος
η , ο [ος , ον ]
1) разноимённый;

ετερώνυμοι πόλοι — противоположные полюса;

ετερώνυμα κλάσματα мат. — дроби с разными знаменателями;

2) опубликованный под чужим именем

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ετερώνυμος" в других словарях:

  • ἑτερώνυμος — with different designation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερώνυμος — η, ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, ον) αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά νεοελλ. 1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό 3. μαθημ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ετερώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό όνομα (αντίθ. ομώνυμος). 2. (μαθημ.), «ετερώνυμα κλάσματα», κλάσματα που έχουν διαφορετικούς παρονομαστές (αντίθ. ομώνυμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑτερωνύμως — ἑτερώνυμος with different designation adverbial ἑτερώνυμος with different designation masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερώνυμον — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem acc sg ἑτερώνυμος with different designation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερωνύμου — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερωνύμους — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερωνύμων — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερωνύμῳ — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερώνυμα — ἑτερώνυμος with different designation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερώνυμοι — ἑτερώνυμος with different designation masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»